- νίκη
- I
Μυθολογική θεότητα. Ήταν η προσωποποίηση της ιδέας της νίκης, κόρη του γίγαντα Πάλλαντα και της Στυγός, που την πήγε στο Δία για να τον βοηθήσει στον αγώνα του εναντίον των Τιτάνων. Από τότε έμεινε για πάντα στον Όλυμπο με τον Δία. Η Ν. δεν φαίνεται να υπήρξε αρχικά αντικείμενο ιδιαίτερης λατρείας στην Αθήνα. Στην αρχή, τη συνέχεαν με την Παλλάδα Αθηνά, αλλά μετά την ξεχώρισαν. Στη Ρώμη υπήρχε ναός της πριν και από την ίδρυση της ίδιας της πόλης. Είχε ταυτιστεί με τη θεά των Σαβίνων Βίκα Πότα και άλλες θεότητες.II
Χάλκινο άγαλμα της Νίκης του 3ου αι. π.Χ. από ναό του Βεσπασιανού (Αρχαιολογικό Μουσείο, Μπρέτσια).
Αγία της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Συγκινήθηκε τόσο από το μαρτύριο του Αγίου Γεωργίου, ώστε ασπάστηκε και η ίδια τον χριστιανισμό. Μαρτύρησε επί Διοκλητιανού με ξίφος. Η μνήμη της τιμάται στις 24 Απριλίου.IIIΟνομασία τεσσάρων οικισμών.1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 592 μ.) του νομού Φλωρίνης. Βρίσκεται στα Β του νομού, στα σύνορα με τη Νοτιοσλαβία. Ήταν έδρα της ομώνυμης πρώην κοινότητας (11 τ. χλμ.).2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 900 μ.) του νομού Καστοριάς.3. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 360 μ.) στην πρώην επαρχία Χαλκίδας του νομού Ευβοίας.4. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 55 μ.) του νομού Λαρίσης.* * *η (AM νίκη, Α δωρ. τ. νίκα)1. επικράτηση σε μάχη, υπερίσχυση σε πολεμικό αγώνα (α. «η νίκη τών Ελλήνων ήταν περιφανής» β. «νίκας τοῑς εὐσεβέσι κατ' ἐναντίων δωρούμενος», Μηναί.γ. «νίκη μὲν δή... ἀρηϊφίλου Μενελάου», Ομ. Ιλ.)2. επιβολή σε ηθικό, πνευματικό ή υλικό επίπεδο («τὸ νικᾱν ἑαυτὸν ἀρίστη καὶ καλλίστη νίκη», γνωμ.)3. επιτυχία σε δικαστικό ή αθλητικό αγώνα4. ως κύριο όν. η Νίκηαρχαία θεότητα, προσωποποίηση τής νίκης5. φρ. α) «Πύρρειος νίκη» ή «νίκη Πύρρου» — η νίκη που κερδίζει κάποιος με πολύ μεγάλες απώλειες ώστε να ισοδυναμεί με ήτταβ) «Καδμεία νίκη»(κατά τον πόλεμο τών αδελφών Ετεοκλέους και Πολυνείκη, στον οποίο σκοτώθηκαν και οι δύο) η νίκη κατά την οποία ο νικητής έχει εξίσου βαριές απώλειες, όπως και ο νικημένοςαρχ.1. αποζημίωση για φθορά που έγινε2. τα χρήματα που λαμβάνονται για ένα έργο, ο μισθός, το κέρδος3. αστρολ. ονομασία τού έκτου κλήρου4. ως κύριο όν. α) συχνά ταυτίζεται με την Αθηνά («Νίκη Ἀθάνα Πολιάς», Ευρ.)β) όνομα μιας από τις Θεσπιάδες.[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση τής λ. με τον τ. νεῖκος* «έριδα, φιλονικία» δεν είναι ικανοποιητική ούτε από μορφολογική ούτε από σημασιολογική άποψη. Ήδη από τους ομηρικούς χρόνους η λ. νίκη και το ρ. νικῶ χρησιμοποιήθηκαν για να εκφράσουν γενικότερα τη σημ. «κυριεύω, αποσπώ» και έτσι η λ. κάλυψε σημασιολογικά εν μέρει τη σημ. τής λ. κράτος (πρβλ. νῖκος). Η μτχ. αορ. νικήσας, επίσης, χρησιμοποιήθηκε με τη σημ. του ρηματ. επιθ. νικητής. Η λ., τέλος, εμφανίζεται σε παράγωγη και σε σύνθετη μορφή σε πλήθος ανθρωπωνυμίων (πρβλ. Νικάνωρ, Νικόστρατος, Ανδρόνικος, Πολυνίκης, Νικίας κ.ά.).ΠΑΡ. νικώαρχ.νικαίος, νικάριον, νικάς, νικήεις, νικίδιον.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) νικηφόροςαρχ.νικόβουλος, νικομάχας, νικοτέλειααρχ.-μσν.νικοποιόςμσν.νικαγωγεύς, νικάρχης, νικεπώνυμος, νικοδέσποτος, νικοσύνθετος, νικουργός. (Β' συνθετικό -νικος) καλλίνικος, φιλόνικοςαρχ.αξιόνικος, αριστόνικος, αστύνικος, επίνικος, ιππόνικος, Ισθμιόνικος, Ολυμπιόνικος, ουρανόνικος, πάννικος, Πυθιόνικος, Πυθόνικος, φερένικος, χορόνικοςνεοελλ.αφιλόνικος. (Β' συνθετικό -νίκης / -νίκᾱς) Ολυμπιονίκης, πολυνίκηςαρχ.ασκληπιονίκης, βωμονίκης, Εφεσηονίκης, θεμιονίκης, ιατρονίκης, ιερονίκης, Ισθμιονίκης, Λυκαιονίκης, Νεμεονίκης, παντονίκης, παραδοξονίκης, περιοδονίκης, πλειστονίκης, Πυθιονίκηςνεοελλ.βαλκανιονίκης].
Dictionary of Greek. 2013.